Ο όρος οίδημα αναφέρεται στην συσσώρευση υπερβολικού ποσού υγρού στα κύτταρα, στους ιστούς και στα όργανα και κλινικά χαρακτηρίζεται από «πρήξιμο». Μεγάλη ποικιλία καταστάσεων μπορεί να καταλήξει σε οίδημα συμπεριλαμβανομένων της χρόνιας φλεβικής ανεπάρκειας, της μόλυνσης και του τραυματισμού. Το λεμφοίδημα μπορεί να οριστεί ως «πρήξιμο» των υποδόριων ιστών ως αποτέλεσμα της παρεμπόδισης των λεμφικών αγγείων ή των λεμφαδένων που καταλήγει σε συσσώρευση μεγάλης ποσότητας λέμφου στην περιοχή.
Οποιαδήποτε πάθηση παρεμποδίζει τη φυσιολογική μηχανική διαδικασία με την οποία το λεμφικό σύστημα συλλέγει, φιλτράρει και επιστρέφει το λεμφικό υγρό στο κυκλοφορικό σύστημα μπορεί να καταλήξει σε υπερβολική συσσώρευση λεμφικού υγρού. Η ικανότητα του λεμφικού συστήματος να αντλεί το επιπλέον υγρό μακριά από του ιστούς του σώματος μειώνεται ή διαταράσσεται. Δεδομένου ότι τα αρτηριακά τριχοειδή συνεχίζουν να μεταφέρουν υγρό στους ιστούς, ο όγκος του υγρού αυξάνεται σημαντικά μέχρι που τα φλεβικά τριχοειδή δεν είναι πλέον ικανά να αντισταθμίσουν τη δυσλειτουργία των λεμφικών αγγείων. Σε αυτό το σημείο όταν η άντληση μειωθεί κατά 80% ή και περισσότερο τα συμπτώματα του λεμφοιδήματος γίνονται ορατά.